- ἇψε
- ἇ̱ψε , ἅπτωfastenaor ind act 3rd sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
άψε — προστ. του ρήμ. άπτω εύχρ. μόνο στη φράση «άψε σβήσε», στη στιγμή, αμέσως: Το έφτιαξε στο άψε σβήσε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἅψε — ἅπτω fasten aor ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἅψε' — ἅψει , ἅπτω fasten aor subj act 3rd sg (epic) ἅψει , ἅπτω fasten fut ind mid 2nd sg ἅψει , ἅπτω fasten fut ind act 3rd sg ἅ̱ψει , ἅπτω fasten futperf ind mp 2nd sg (doric aeolic) ἅ̱ψει , ἅπτω fasten futperf ind act 3rd sg (doric aeolic) ἅψεαι ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άρπα-κόλλα — ή στο άρπα κόλλα στα γρήγορα, πολύ βιαστικά και επιπόλαια. [ΕΤΥΜΟΛ. Από συμφυρμό της προστακτικής των ρ. αρπώ και κολλώ, με επιρρηματική σημασία (πρβλ. «άψε σβήσε»)] … Dictionary of Greek
πι — το / πῑ, ΝΜΑ άλλη γραφή τού πει, τής ονομασίας τού 16ου γράμματος τού ελληνικού αλφαβήτου νεοελλ. φρ. α) «στο πι και φι» αμέσως, την ίδια στιγμή, στο άψε σβήσε, φράση που προήλθε εξαιτίας τής συμβολικής έννοιας, κατά τον Μεσαίωνα, τών γραμμάτων π … Dictionary of Greek
Μελισσιώτης, Πανάγος — (Αίγιο 1854 – Αθήνα 1904). Θεατρικός συγγραφέας. Εργαζόταν ως κουρέας και έφερε την προσωνυμία του Άψε σβήσε από την επιγραφή του κουρείου του. Αν και ήταν χαρτοπαίκτης και μέθυσος, μπόρεσε να καταπολεμήσει τις εξαρτήσεις αυτές και να ασχοληθεί… … Dictionary of Greek
προίαψε — προί̱αψε , προιάπτω send forth aor ind act 3rd sg προίαψε , προιάπτω send forth aor ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἴαψε — ἴ̱αψε , ἰάπτω hurt aor ind act 3rd sg ἰάπτω hurt aor ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)